Τετάρτη 1 Απριλίου 2009

Μπρεχτ Από Δαντέλα

Κοίταξε τον εαυτό της στον μεγάλο καθρέφτη. Χλωμό δέρμα, μαύρα μαλλιά και μελιά μάτια. Σήμερα ήταν μια γλυκιά, ανοιξιάτικη ημέρα. Ο ήλιος έλαμπε στον καταγάλανο ουρανό, σαν για να χαιρετήσει και αυτός με τον τρόπο του τη χαρά της.
Αφοσιώθηκε λίγες στιγμές στο να παρατηρεί τον κόσμο που ξεχυνόταν έξω από τα ανοικτά παράθυρα, ανυπόμονη να ρουφήξει κάθε στάλα της υπέροχης εικόνας όπως κάθε φορά που κοίταζε εκεί έξω. Την συνέφερε ένα κοφτό χτύπημα στην πόρτα. Θα ξεκινούσαν όπου να’ ναι, και εκείνη δεν έπρεπε να αργήσει. Ποτέ της δεν αργούσε. Πάντα της ήταν συνεπής – μέρος της ανατροφής της και αυτό. Συνέπεια και ευγένεια, αυτά ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά της. Έτσι είχε μάθει, έτσι ζούσε και έτσι ικανοποιούνταν όλοι. Όλοι όσοι είχαν απαιτήσεις από εκείνη. Έπρεπε πάντα να τηρεί απαρέγκλιτα τους κανόνες καλής συμπεριφοράς που είχαν γαλουχήσει τόσες και τόσες γενιές πριν από εκείνη, και που τώρα εκείνη καλείτο να τις εφαρμόσει και να τις διαιωνίσει.
Κοίταξε μια τελευταία φορά στο παράθυρο, θέλοντας να αποτυπώσει στην ψυχή της την ομορφιά που έβλεπαν τα μάτια της. Έστρεψε το βλέμμα της πάλι στον καθρέφτη. Χλωμό δέρμα, μαύρα μαλλιά και μελιά μάτια… Κατέβασε το λευκό βέλο πάνω από τα μάτια της και μεμιάς όλος ο κόσμος έγινε σαν από δαντέλα. Ο ήλιος, ο ουρανός, εκείνη, όλα ήταν από δαντέλα.
Προχωρούσε αργά, στο ρυθμό της μουσικής, προς το μέρος του. Στο μυαλό της ήρθε άξαφνα ένα παλιό ποίημα που είχε διαβάσει κάποτε: «δεν μου έδωσε χαρά ο τόπος που έρχομαι, δεν μου δίνει χαρά ο τόπος που πάω…». Τα πάντα γύρω της ήταν από δαντέλα.
Η μουσική έπαιζε και εκείνη προχωρούσε, προχωρούσε, της φάνηκε ότι περπατούσε ατελείωτες ώρες, σε ένα πανηγύρι από μουσικές, δαντέλα και ουρανό…
Έφτασε κοντά του, και μόνο τότε σταμάτησε. Εκείνος γύρισε προς το μέρος της και της χαμογέλασε. Το χαμόγελό του δεν είχε τίποτα το όμορφο. Ήταν ένα υπολογισμένο χαμόγελο, υποκείμενο στους κανόνες καλής συμπεριφοράς, και ας ήταν από δαντέλα. Καθώς ο παπάς ξεκίνησε την τελετή, τα μάτια της φτερούγισαν ένα γύρω. Παντού γνωστά πρόσωπα, αλλά όχι αγαπημένα. Για να αγαπήσεις κάποιον, πρέπει πρώτα να τον γνωρίσεις – και εκείνη συνειδητοποίησε ότι δεν ήξερε κανέναν μέσα εκεί. Πόσο μάλλον εκείνον που στεκόταν δίπλα της, ενωμένος μετά από εκεί στη ζωή και στον θάνατο. Της ήταν όλοι άγνωστοι. Ακόμη και εκείνοι που την μεγάλωσαν, της ήταν πάντα ξένοι κα μακρινοί – ω, πόσο το καταλάβαινε αυτό τώρα! Τώρα, που τους έβλεπε μέσα από τη δαντέλα, τώρα μόνο το καταλάβαινε… Γιατί μερικές φορές χρειάζεται μόνο μια αλλαγή του τρόπου με τον οποίο κοιτάζουμε για να δούμε την πραγματικότητα στ’ αλήθεια…
Λίγο πριν η δαντέλα καλύψει τα πάντα, και η μοίρα της ακολουθήσει την πεπατημένη, με μια αργή κίνηση, σαν μέσα σε νερό, την σήκωσε απαλά. Εκείνος την είδε και, αναστατωμένος, της ψιθύριζε πως δεν ήταν ώρα ακόμη. Μα για εκείνη, η ώρα ήταν ακριβώς αυτή που έπρεπε.
Ανασήκωσε τη δαντέλα, και έλυσε το πέπλο, αποκαλύπτοντας ένα χείμαρρο μαύρων μαλλιών, τόσο χτυπητά αντίθετο πάνω στην απόλυτη λευκότητα του νυφικού της φορέματος. Δεν άκουγε τίποτα – ούτε τους ψιθύρους, αλλά ούτε και τις ικεσίες να γυρίσει πίσω, καθώς έτρεχε στον διάδρομο που είχε περπατήσει πριν – με την αντίστροφη φορά, όμως. Έτρεχε να βρεθεί στον καθαρό αέρα, στον καταγάλανο ουρανό, κάτω από τον λαμπερό ήλιο.
Δεν άντεχε να βλέπει τον κόσμο της παραμορφωμένο – ούτε καν από δαντέλα…

1 σχόλιο:

goga είπε...

..."ποτέ να μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου"... δεν γράφω τη συνέχεια - την ξέρεις...